- δημαρχικοῦ
- δημαρχικόςtribunicianmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημαρχία — η (AM δημαρχία) [δήμαρχος] το αξίωμα, το υπούργημα τού δημάρχου νεοελλ. 1. η άσκηση τού δημαρχικού αξιώματος 2. ο χρόνος τής δημαρχικής θητείας («επί τής δημαρχίας του») 3. το δημαρχείο αρχ. 1. η ρωμαϊκή δημαρχία, (tribunatus) 2. γεν. το αξίωμα 3 … Dictionary of Greek